- δράκων,-οντος
- + ὁ N 3 4-0-10-14-13=41 Ex 7,9.10.12; Dt 32,33; Is 27,1dragon, serpentCf. DAFNI 2000, 100-101; EYNIKEL-HAUSPIE 2002, forthcoming; LE BOULLUEC 1989, 36; →TWNT
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
Serpens — SERPENS, èntis, Gr. Δράκων, οντος, am Himmel, soll der Drache seyn, der von der Juno bestellet worden, die goldenen Aepfel der Hesperiden zu bewahren, hernach aber, als Herkules ihn umgebracht, von ihr an den Himmel versetzet worden. Eratosth.… … Gründliches mythologisches Lexikon
πυριδρακοντόζωνος — ον, Α ζωσμένος με πύρινους δράκοντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + δράκων, οντος + ζώνη] … Dictionary of Greek
σπειροδρακοντόζωνος — ον, Α ζωσμένος με σπείρες δράκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρα + δράκων, οντος + ζώνη (πρβλ. πυρι δρακοντό ζωνος)] … Dictionary of Greek
derk̂- — derk̂ English meaning: to look Deutsche Übersetzung: “blicken” Note: punctual, wherefore in O.Ind. and intrinsic in Ir. linked suppletively with a cursive present other root Root derk ̂ : to look derived from Root ĝher 3 und… … Proto-Indo-European etymological dictionary
der-, heavy basis derǝ-, drē- — der , heavy basis derǝ , drē English meaning: to cut, split, skin (*the tree) Deutsche Übersetzung: ‘schinden, die Haut abziehen, abspalten, spalten” Note: Root der , heavy basis derǝ , drē : “to cut, split, skin (*the tree)”… … Proto-Indo-European etymological dictionary
χειροδράκων — οντος, ὁ, ἡ, Α (ιδίως για τις Ερινύες) αυτός που έχει δράκοντες, φίδια, αντί για χέρια, ή αυτός που κρατάει φίδια στα χέρια του. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + δράκων] … Dictionary of Greek
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… … Dictionary of Greek
λεοδράκων — λεοδράκων, οντος, ὁ (ΑM) τέρας που είχε μορφή λιονταριού και δράκοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέων + δράκων] … Dictionary of Greek